Η κασιώτικη κουζίνα χαρακτηρίζεται από μια ποικιλία που ξεπερνά κατά πολύ όσα συνήθως παράγει ένας μικρός
και άγονος τόπος. Η επαφή των κατοίκων του νησιού με τον έξω κόσμο (Κρήτη, λοιπά Δωδεκάνησα, αστικά κέντρα, Αίγυπτος, Αμερική, Μ. Ασία, Ιταλία, Κωνσταντινούπολη, επιρροές και μέσο των ναυτικών μας…), έδωσαν στη κουζίνα μας συνταγές που δύσκολα συναντά κανείς ακόμη και σε πολύ μεγαλύτερα νησιά.
Όπως άλλωστε και όλες οι κουζίνες της περιοχής, η πρώτη και ίσως η πιο κυρίαρχη αλληλοεπιρροή αφορά τη γενικότερη συνήθεια που συναντάμε στις περισσότερες κουζίνες της Ανατ. Μεσογείου και έχει να κάνει με το «γέμισμα». Γεμιστό αρνί για το Πάσχα αλλά και γεμιστό κοτόπουλο ή γαλοπούλα για άλλες περιστάσεις. Με γέμιση που ονομάζουμε «πασπαρά» (ρύζι, κρεμμύδι, συκώτι, μπαχαρικά, ντομάτα, κ.λπ.). Γεμιστά εντόσθια με συκώτι και ρύζι, τα λεγόμενα «μπουστιά».
Γεμιστά ζαρζαβατικά, νηστίσιμα ή με κιμά, ακόμη και γεμιστούς ανθούς κολοκυθιών, τα «κολοκυθοπούλια». Στην κατηγορία αυτή ανήκουν φυσικά και τα θρυλικά κασιώτικα ντολμαδάκια. Ίσως τα νοστιμότερα και σίγουρα τα… μικρότερα που συναντάμε! Γεμιστά γλυκά, οι «τούρτες» του Πάσχα, πιτάκια με γέμιση ανθότυρο και μπαχαρικά, τα «μοσχοπούγκια» με γέμιση από αμύγδαλα, καρύδια, κ.α.
Είναι πολύ πιθανό η κουζίνα μας να επηρεάσθηκε από την ιταλική γιατί στην Κάσο συναντούμε φαγητά όπως το «φακόρυζο» αλλά και όλες τις προσμίξεις οσπρίων με ζυμαρικό. Εδώ αξίζει να μνημονεύσουμε τις «μακαρούνες», ζυμαρικά που φτιάχνονται στο χέρι και σερβίρονται με καβουρντισμένο κρεμμύδι και «σιτάκα». Φαγητό των βοσκών, που φτιάχνει αρκετά συχνά και κάθε Κασιώτισσα στην κουζίνα της, χρησιμοποιώντας όμως τις πένες του εμπορίου. Το φαγητό αυτό μοιράζεται κατ’ εξαίρεση σαν κοινό γεύμα στο πανηγύρι του Χριστού (λόγω νηστείας) στις 6 Αυγούστου.
Η μακρόχρονη παρουσία πολλών Κασιωτών στην Αίγυπτο πλούτισε την κουζίνα μας με πικάντικες γεύσεις και εξωτικά φαγητά. Αυτό όμως που τελικά φαίνεται να κατασταλάζει είναι οι διάφορες έμμεσες προσμίξεις (π.χ. στο πιλάφι, στις σούπες κ.λπ.). Πολλά αιγυπτιακά φαγητά (όπως «μολοχία», «ταχινία» κ.λπ.) γίνονται ακόμη σε πολλά κασιώτικα σπίτια, κυρίως αυτά των αιγυπτιακών ή σε εστιατόρια του νησιού.
Όπως σε κάθε νησιώτικη κουζίνα, έτσι κι εδώ έχουν σημαντική θέση τα φαγητά που γίνονται με θαλασσινά. Χαρακτηριστικότερο ίσως όλων το «σουπιοπίλαφο» που γίνεται με μελάνι φρέσκιας σουπιάς! Ίσως το πιο… μαύρο πιάτο στην παγκόσμια κουζίνα!
Αξίζει ακόμη να μνημονεύσουμε τις «κουλούρες», τα τραγανά διπλοφουρνιστά κουλούρια, κατάλληλα για κολατσιό, καφέ ή τσάι. Δεν θα μπορούσαμε ακόμη να μην πούμε έστω και δύο λόγια για το «ροΐκιο».
Το είδος εκείνο αγριόχορτου που οφείλει το όνομα του στην ομοιότητα με το ραδίκι, που το μαζεύουμε με πολύ κόπο και το βάζουμε στην «άρμη», δηλαδή στο αλατόνερο για να μαγειρευτεί μετά από καιρό, κυρίως σαν «ροΐκιο γιαχνί». Χαρακτηριστικά κασιώτικα τυριά είναι το αλμυροτύρι, η «ελαϊκή» και η «σιτάκα», που φτιάχνουν οι βοσκοί από γάλα προβάτων και κατσικιών.
Την κουζίνα του νησιού πλουτίζουν σίγουρα με τη φαντασία αλλά και τις γνώσεις τους, εκτός από τις νοικοκυρές και οι επαγγελματίες μάγειροι των καραβιών και των εστιατορίων της Αμερικής που προσφέρουν τις γνώσεις και τις εμπειρίες τους όταν βρίσκονται στο νησί, κυρίως δε στην οργάνωση των κοινών γευμάτων των προσκυνητών στα πανηγύρια των αγίων και στους γάμους, όπου πρέπει να ετοιμασθεί φαγητό, καμιά φορά και για περισσότερους από χίλιους προσκυνητές!
Όλες λοιπόν οι προσμίξεις συναντώνται μέσα στο πιάτο αυτό που περιέχει λίγο απ’ όλα: νοστιμότατο πιλάφι, ντολμαδάκια, πατάτες τηγανητές και κρέας, πολλές φορές κομμένο σε φέτες που στο κόψιμο και το σερβίρισμα συναγωνίζονται τα καλύτερα εστιατόρια…
Αν ποτέ βρεθείτε στην Κάσο, προσπαθήστε να επισκεφθείτε τις στάνες των βοσκών της, τα «μιτάτα», πράγμα οπωσδήποτε δύσκολο… Εκτός από τα τυριά που προαναφέραμε, αν είστε τυχεροί θα δοκιμάσετε «δρύλλα» αγνό καϊμάκι, ή και νοστιμότατες κρέμες από αλεύρι («αλευρά» ή «αλευρόαλη»). Νοστιμότατο αλλά και σπανιότατο είναι και το βούτυρο της Κάσου το λεγόμενο «καούλι». Είναι κατεργασμένο καϊμάκι που ο βοσκός επεξεργάζεται μέσα σε ειδική θήκη δέρματος. Είναι τόσο νόστιμο ώστε η λαϊκή μούσα δεν παραλείπει να το εκθειάσει:
«Ω βότυρε κασιώτικε, σαν είσαι με το μέλι
τίνος θα σε προσφέρουσι να πει πως δε σε θέλει».